-
1 περί-δρομος [2]
περί-δρομος, ὁ, = περιδρομή, der Umkreis, Rand; ἴτυος ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις, Eur. Troad. 1197 (s. das Vorige): τοῦ τείχους, Plat. Critia. 116 b; Xen. Cyr. 6, 1, 53; Plut. u. a. Sp.
-
2 εὔ-τορνος
εὔ-τορνος, dasselbe, ἴτυος ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις Eur. Τr. 1197; auch = gut, leicht zu drechseln, Theophr.
См. также в других словарях:
περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… … Dictionary of Greek